- καταλαβεύς
- καταλαβεύς, ὁ (Α) [καταλαμβάνω]πάσσαλος ή καρφί.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα-λαβ- (καταλάβω) τού καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + -εύς (πρβλ. αντι-λαβ-εύς, περιλαβ-εύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλαβεῖς — καταλαβεύς holder masc acc pl καταλαβεύς holder masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)